καυτήρας

καυτήρας
ο (ΑΜ καυτήρ, -ῆρος) [καίω]
μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις
μσν.-αρχ.
το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.)
αρχ.
1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα... Φάλαριν», Πίνδ.)
2. πυρακτωμένο σίδερο με το οποίο οι αρχαίοι ιατροί καυτηρίαζαν πάσχοντα σημεία τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καυτήρας — καυτήρας, ο και καυστήρας, ο 1. εργαλείο για τις καυτηριάσεις: Έλεγε πως θεραπεύει τις αμυγδαλές με τον καυτήρα. 2. συσκευή μέσα στην οποία γίνεται η καύση του πετρελαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καυτῆρας — καυτήρ burner masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοκαυτήρας — ο ιατρ. εργαλείο για καυτηριάσεις, με ακίδα από λευκόχρυσο, που λευκοπυρώνεται και διατηρείται σε υψηλή θερμοκρασία με τη διοχέτευση ρεύματος αέρα με ατμούς καυσίμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermocautere < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) …   Dictionary of Greek

  • καυτηριάζω — (ΑΜ καυτηριάζω) [καυτήρας] 1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση 2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου,… …   Dictionary of Greek

  • σταφυλοκαυτήρας — ο, Ν ιατρ. εργαλείο για καυτηριάσεις τής σταφυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + καυτήρας (< καίω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”